ἑρμηνεύματα

ἑρμηνεύματα
ἑρμήνευμα
interpretation
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Dositheus Magister — (Ancient Greek: Δωσίθεος) was a Greek grammarian who flourished at Rome in the 4th century CE. He was the author of a Greek translation of a Latin grammar, intended to assist the Greek speaking inhabitants of the empire in learning Latin. The… …   Wikipedia

  • ДОСИФЕЙ —    • Dosithĕus Magister,          грамматик, обучавший в Риме греческому языку в начале 3 в. от Р. X. В 16 в. законовед Куяс (Cuias) в С. Галлене нашел его сочинение Ερμηνεύματα в 3 книгах. Первые две книги содержат латинскую грамматику и… …   Реальный словарь классических древностей

  • Dosithĕos — Dosithĕos, 1) D., Priester aus dem Stamme Levi, brachte 177 v. Chr. die griechische Übersetzung des Buches Esther (Purim) nach Ägypten. 2) D., griechischer Tragiker, einer der tragischen Pleias, s.u. Griechische Literatur. 3) D. Magister,… …   Pierer's Universal-Lexikon

  • αλυκτώ — (I) ἀλυκτῶ ( έω) (Α) [ἀλύω] βλ. αλυκτάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἀλυκτὸς < ἀλυκ , θ. τού ρ. ἀλύσσω. ΠΑΡ. αρχ. ἀλυκτάζω]. (II) ( εω) (Α ἀλυκτῶ) υλακτώ* (για νεοελλ. ερμηνεύματα βλ. αλυχτώ). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑλακτώ, με αμοιβαία μετάθεση τών φωνηέντων υ και …   Dictionary of Greek

  • ξουθός — Μυθολογικό πρόσωπο, γιος του Έλληνα, εγγονός του Δευκαλίωνα και αδελφός του Δώρου και του Αιόλόυ. Είχε παντρευτεί την κόρη του Ερεχθέα Κρέουσα, και είχε δύο γιους, τον Αχαιό και τον Ίωνα, από τους οποίους κατάγονταν οι Ίωνες και οι Αχαιοί. Όπως… …   Dictionary of Greek

  • σύργαστρος — ὁ, Α 1. αυτός που σέρνεται στη γη με την κοιλιά σαν το φίδι 2. μτφ. (για πρόσ.) χειρώνακτας και, κυρίως, ο ημερομίσθιος εργάτης, μεροκαματιάρης 3. (κατά τον Ησύχ., τον Φώτ. και το Μέγα Ετυμολογικόν) «συοφορβὸς ἢ ὑ[ο]φορβός». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης σημ …   Dictionary of Greek

  • χιράς — και χειράς, άδος, ἡ, Α ραγάδα, σκάσιμο, ιδίως τών χεριών και τών ποδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. λ., η οποία εμφανίζει την κατάλ. άς με περιληπτική σημ. (πρβλ. λιθ άς, νεκ άς), αλλά παραμένει δυσερμήνευτη ως προς το θ. και την προέλευσή της.… …   Dictionary of Greek

  • όρχος — ο (Α ὄρχος) νεοελλ.) στρ. 1. εδαφικός χώρος σε εκστρατεία, κλειστός ή ανοιχτός, στον οποίο εγκαθίσταται μια στρατιωτική μονάδα που έχει οχήματα, άρματα ή πυροβόλα 2. (κατ επέκτ.) ο οργανωμένος χώρος στη μόνιμη έδρα μιας μονάδας στον οποίο… …   Dictionary of Greek

  • Δοσίθεος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αστρονόμος (β’ μισό 3ου αι. π.Χ.). Καταγόταν από το Πηλούσιο και έζησε στην Αλεξάνδρεια. Υπήρξε μαθητής του Κόνωνα και φίλος του Αρχιμήδη. Είναι γνωστές οι παρατηρήσεις του για τους απλανείς αστέρες και ένα έργο για …   Dictionary of Greek

  • ελληνοαγγλικός — ή, ό 1. που ανήκει ή αναφέρεται στους Έλληνες και τους Άγγλους μαζί, ο ελληνικός και αγγλικός ταυτόχρονα, αγγλοελληνικός: Ελληνοαγγλικές σχέσεις. 2. φρ., «ελληνοαγγλικό λεξικό», λεξικό της ελληνικής γλώσσας με ερμηνεύματα στην αγγλική (σε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”